Definify.com
Definition 2024
αγριόκοτα
αγριόκοτα
Greek
Noun
αγριόκοτα • (agriókota) f (plural αγριόκοτες)
Declension
declension of αγριόκοτα
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αγριόκοτα | αγριόκοτες |
genitive | αγριόκοτας | — |
accusative | αγριόκοτα | αγριόκοτες |
vocative | αγριόκοτα | αγριόκοτες |
Synonyms
- αγριόγαλος f (agriógalos)
- αγριόρνιθα f (agriórnitha)
Coordinate terms
- περιστερόκοτα f (peristerókota, “sandgrouse”)