Definify.com
Definition 2024
περιστερόκοτα
περιστερόκοτα
Greek
Noun
περιστερόκοτα • (peristerókota) f (plural περιστερόκοτες)
Declension
declension of περιστερόκοτα
singular | plural | ||
---|---|---|---|
nominative | περιστερόκοτα | περιστερόκοτες | |
genitive | περιστερόκοτας | — | |
accusative | περιστερόκοτα | περιστερόκοτες | |
vocative | περιστερόκοτα | περιστερόκοτες | |
the genitive plural is uncertain |
Derived terms
- βελονόουρη περιστερόκοτα f (velonóouri peristerókota, “pin-tailed sandgrouse”)
- μαυροπεριστερόκοτα f (mavroperisterókota, “black-bellied sandgrouse”)
- περιστερόκοτα της στέπας f (peristerókota tis stépas, “Pallas's sandgrouse”)