Definify.com
Definition 2024
μαυροπεριστερόκοτα
μαυροπεριστερόκοτα
Greek
Noun
μαυροπεριστερόκοτα • (mavroperisterókota) f (plural μαυροπεριστερόκοτες)
Declension
declension of μαυροπεριστερόκοτα
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | μαυροπεριστερόκοτα | μαυροπεριστερόκοτες |
genitive | μαυροπεριστερόκοτας | — |
accusative | μαυροπεριστερόκοτα | μαυροπεριστερόκοτες |
vocative | μαυροπεριστερόκοτα | μαυροπεριστερόκοτες |
References
- ↑ Ορνιθολογική, The Hellenic Ornithological Society, accessed 3 July 2016