Definify.com
Definition 2024
μαυροπεριστερόκοτες
μαυροπεριστερόκοτες
Greek
Noun
μαυροπεριστερόκοτες • (mavroperisterókotes) f
- Nominative, accusative and vocative plural form of μαυροπεριστερόκοτα (mavroperisterókota).
μαυροπεριστερόκοτες • (mavroperisterókotes) f