Definify.com

Definition 2024


μαυροπεριστερόκοτας

μαυροπεριστερόκοτας

Greek

Noun

μαυροπεριστερόκοτας (mavroperisterókotas) f

  1. Genitive singular form of μαυροπεριστερόκοτα (mavroperisterókota).