Definify.com
Definition 2024
βελονόουρη_περιστερόκοτα
βελονόουρη περιστερόκοτα
Greek
Noun
βελονόουρη περιστερόκοτα • (velonóouri peristerókota) f (plural βελονόουρες περιστερόκοτες)
Declension
- see: βελονόουρος (velonóouros) and περιστερόκοτα (peristerókota)
References
- ↑ Ορνιθολογική, The Hellenic Ornithological Society, accessed 3 July 2016