Definify.com

Definition 2024


βελονόουρη_περιστερόκοτα

βελονόουρη περιστερόκοτα

Greek

Noun

βελονόουρη περιστερόκοτα (velonóouri peristerókota) f (plural βελονόουρες περιστερόκοτες)

  1. pin-tailed sandgrouse (Pterocles alchata)[1]

Declension

see: βελονόουρος (velonóouros) and περιστερόκοτα (peristerókota)

References

  1. Ορνιθολογική, The Hellenic Ornithological Society, accessed 3 July 2016