Definify.com
Definition 2024
αγροτικός
αγροτικός
Greek
Adjective
αγροτικός • (agrotikós) m (feminine αγροτική, neuter αγροτικό)
- relating to a farm or farmer
- rural, relating to the countryside
Declension
positive forms of αγροτικός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αγροτικός | αγροτική | αγροτικό | αγροτικοί | αγροτικές | αγροτικά |
genitive | αγροτικού | αγροτικής | αγροτικού | αγροτικών | αγροτικών | αγροτικών |
accusative | αγροτικό | αγροτική | αγροτικό | αγροτικούς | αγροτικές | αγροτικά |
vocative | αγροτικέ | αγροτική | αγροτικό | αγροτικοί | αγροτικές | αγροτικά |
Derived terms
- αγροτικός γιατρός m (agrotikós giatrós, “country doctor”)
- αγροτικός συνεταιρισμός m (agrotikós synetairismós, “farmers' cooperative”)
Related terms
- see: αγρός m (agrós, “field”)