Definify.com
Definition 2024
αγχιστεία
αγχιστεία
Greek
Noun
αγχιστεία • (anchisteía) f (uncountable)
- relationship by marriage
- Έχουν συγγένεια εξ αγχιστείας. (They are related by marriage.)
Declension
Declension of αγχιστεία (anchisteía)
singular | |
---|---|
nominative | αγχιστεία |
genitive | αγχιστείας |
accusative | αγχιστεία |
vocative | αγχιστεία |
Related terms
- εξ αγχιστείας (ex anchisteías, “by marriage”)