Definify.com
Definition 2024
αδαμαντίνη
αδαμαντίνη
See also: αδαμάντινη
Greek
Noun
αδαμαντίνη • (adamantíni) f (uncountable)
Declension
Declension of αδαμαντίνη (adamantíni)
singular | |
---|---|
nominative | αδαμαντίνη |
genitive | αδαμαντίνης |
accusative | αδαμαντίνη |
vocative | αδαμαντίνη |
Related terms
- αδαμάντινος (adamántinos, “firm, diamond”)