Definify.com
Definition 2024
αδελφοκτόνος
αδελφοκτόνος
Greek
Adjective
αδελφοκτόνος • (adelfoktónos) m (feminine αδελφοκτόνα, neuter αδελφοκτόνο)
Declension
positive forms of αδελφοκτόνος
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αδελφοκτόνος | αδελφοκτόνη | αδελφοκτόνο | αδελφοκτόνοι | αδελφοκτόνες | αδελφοκτόνα |
genitive | αδελφοκτόνου | αδελφοκτόνης | αδελφοκτόνου | αδελφοκτόνων | αδελφοκτόνων | αδελφοκτόνων |
accusative | αδελφοκτόνο | αδελφοκτόνη | αδελφοκτόνο | αδελφοκτόνους | αδελφοκτόνες | αδελφοκτόνα |
vocative | αδελφοκτόνε | αδελφοκτόνη | αδελφοκτόνο | αδελφοκτόνοι | αδελφοκτόνες | αδελφοκτόνα |
Noun
αδελφοκτόνος • (adelfoktónos) m, f (plural αδελφοκτόνοι)
- brother killer, fratricide (the person)
- sister killer, sororicide (the person)
Declension
declension of αδελφοκτόνος
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αδελφοκτόνος | αδελφοκτόνοι |
genitive | αδελφοκτόνου | αδελφοκτόνων |
accusative | αδελφοκτόνο | αδελφοκτόνους |
vocative | αδελφοκτόνε | αδελφοκτόνοι |
Related terms
- see: αδελφός m (adelfós, “brother”)