Definify.com
Definition 2024
αδημοσίευτος
αδημοσίευτος
Greek
Adjective
αδημοσίευτος • (adimosíeftos) m (feminine αδημοσίευτη, neuter αδημοσίευτο)
Declension
positive forms of αδημοσίευτος
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αδημοσίευτος | αδημοσίευτη | αδημοσίευτο | αδημοσίευτοι | αδημοσίευτες | αδημοσίευτα |
genitive | αδημοσίευτου | αδημοσίευτης | αδημοσίευτου | αδημοσίευτων | αδημοσίευτων | αδημοσίευτων |
accusative | αδημοσίευτο | αδημοσίευτη | αδημοσίευτο | αδημοσίευτους | αδημοσίευτες | αδημοσίευτα |
vocative | αδημοσίευτε | αδημοσίευτη | αδημοσίευτο | αδημοσίευτοι | αδημοσίευτες | αδημοσίευτα |