Definify.com

Definition 2024


αδιάβροχος

αδιάβροχος

Greek

Adjective

αδιάβροχος (adiávrochos) m (feminine αδιάβροχη, neuter αδιάβροχο)

  1. waterproof
    αδιάβροχο μπουφάν (waterproof jacket)
    αδιάβροχο ρολόι (waterproof watch)

Declension

Related terms

See also