Definify.com
Definition 2024
αδιάρρηκτος
αδιάρρηκτος
Greek
Adjective
αδιάρρηκτος • (adiárriktos) m (feminine αδιάρρηκτη, neuter αδιάρρηκτο)
- unbreakable
- αδιάρρηκτοι δεσμοί φιλίας (unbreakable bonds of friendship)
- Tο χρηματοκιβώτιο βρέθηκε αδιάρρηκτο. (The safe was found to be unbreakable.)
- intact, unbroken
Declension
positive forms of αδιάρρηκτος
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αδιάρρηκτος | αδιάρρηκτη | αδιάρρηκτο | αδιάρρηκτοι | αδιάρρηκτες | αδιάρρηκτα |
genitive | αδιάρρηκτου | αδιάρρηκτης | αδιάρρηκτου | αδιάρρηκτων | αδιάρρηκτων | αδιάρρηκτων |
accusative | αδιάρρηκτο | αδιάρρηκτη | αδιάρρηκτο | αδιάρρηκτους | αδιάρρηκτες | αδιάρρηκτα |
vocative | αδιάρρηκτε | αδιάρρηκτη | αδιάρρηκτο | αδιάρρηκτοι | αδιάρρηκτες | αδιάρρηκτα |
Synonyms
- αδιάσπαστος (adiáspastos, “unbreakable, solid, united”)