Definify.com
Definition 2024
αδιέξοδος
αδιέξοδος
Greek
Adjective
αδιέξοδος • (adiéxodos) m (feminine αδιέξοδη, neuter αδιέξοδο)
Declension
positive forms of αδιέξοδος
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αδιέξοδος | αδιέξοδη | αδιέξοδο | αδιέξοδοι | αδιέξοδες | αδιέξοδα |
genitive | αδιέξοδου | αδιέξοδης | αδιέξοδου | αδιέξοδων | αδιέξοδων | αδιέξοδων |
accusative | αδιέξοδο | αδιέξοδη | αδιέξοδο | αδιέξοδους | αδιέξοδες | αδιέξοδα |
vocative | αδιέξοδε | αδιέξοδη | αδιέξοδο | αδιέξοδοι | αδιέξοδες | αδιέξοδα |