Definify.com

Definition 2024


αδιαφοροποίητος

αδιαφοροποίητος

Greek

Adjective

αδιαφοροποίητος (adiaforopoíitos) m (feminine αδιαφοροποίητη, neuter αδιαφοροποίητο)

  1. undifferentiated, not differentiated
  2. (biology) undifferentiated

Declension

Related terms

  • διαφοροποίηση f (diaforopoíisi, differentiation)
  • διαφοροποιώ (diaforopoió, to differentiate)