Definify.com
Definition 2024
αδιαφοροποίητος
αδιαφοροποίητος
Greek
Adjective
αδιαφοροποίητος • (adiaforopoíitos) m (feminine αδιαφοροποίητη, neuter αδιαφοροποίητο)
Declension
positive forms of αδιαφοροποίητος
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αδιαφοροποίητος | αδιαφοροποίητη | αδιαφοροποίητο | αδιαφοροποίητοι | αδιαφοροποίητες | αδιαφοροποίητα |
genitive | αδιαφοροποίητου | αδιαφοροποίητης | αδιαφοροποίητου | αδιαφοροποίητων | αδιαφοροποίητων | αδιαφοροποίητων |
accusative | αδιαφοροποίητο | αδιαφοροποίητη | αδιαφοροποίητο | αδιαφοροποίητους | αδιαφοροποίητες | αδιαφοροποίητα |
vocative | αδιαφοροποίητε | αδιαφοροποίητη | αδιαφοροποίητο | αδιαφοροποίητοι | αδιαφοροποίητες | αδιαφοροποίητα |
Related terms
- διαφοροποίηση f (diaforopoíisi, “differentiation”)
- διαφοροποιώ (diaforopoió, “to differentiate”)