Home
Search
Index
Definify.com
Definition
2024
αδικαιολόγητε
αδικαιολόγητε
Greek
Adjective
αδικαιολόγητε
•
(
adikaiológite
)
Vocative
masculine
singular
form of
αδικαιολόγητος
(
adikaiológitos
)
.
Similar Results