Definify.com

Definition 2024


αδικαιολόγητος

αδικαιολόγητος

Greek

Adjective

αδικαιολόγητος (adikaiológitos) m (feminine αδικαιολόγητη, neuter αδικαιολόγητο)

  1. unjustified
    Τα συνδικάτα είναι σε απεργία για τις αδικαιολόγητες περικοπές μισθών.
    Trade unions are on strike against unjustified pay cuts.
  2. unjustifiable, inexcusable, indefensible
    Αδικαιολόγητη αεροπορική επιδρομή σκοτώνει 27 πολίτες.
    Unjustifiable airstrike kills 27 civilians.

Declension