Definify.com
Definition 2024
αδικαιολόγητος
αδικαιολόγητος
Greek
Adjective
αδικαιολόγητος • (adikaiológitos) m (feminine αδικαιολόγητη, neuter αδικαιολόγητο)
- unjustified
- Τα συνδικάτα είναι σε απεργία για τις αδικαιολόγητες περικοπές μισθών.
- Trade unions are on strike against unjustified pay cuts.
- Τα συνδικάτα είναι σε απεργία για τις αδικαιολόγητες περικοπές μισθών.
- unjustifiable, inexcusable, indefensible
- Αδικαιολόγητη αεροπορική επιδρομή σκοτώνει 27 πολίτες.
- Unjustifiable airstrike kills 27 civilians.
- Αδικαιολόγητη αεροπορική επιδρομή σκοτώνει 27 πολίτες.
Declension
positive forms of αδικαιολόγητος
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αδικαιολόγητος | αδικαιολόγητη | αδικαιολόγητο | αδικαιολόγητοι | αδικαιολόγητες | αδικαιολόγητα |
genitive | αδικαιολόγητου | αδικαιολόγητης | αδικαιολόγητου | αδικαιολόγητων | αδικαιολόγητων | αδικαιολόγητων |
accusative | αδικαιολόγητο | αδικαιολόγητη | αδικαιολόγητο | αδικαιολόγητους | αδικαιολόγητες | αδικαιολόγητα |
vocative | αδικαιολόγητε | αδικαιολόγητη | αδικαιολόγητο | αδικαιολόγητοι | αδικαιολόγητες | αδικαιολόγητα |
derivations | comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αδικαιολόγητος, etc.) relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αδικαιολόγητος, etc.) |