Definify.com

Definition 2024


αδικαιολόγητες

αδικαιολόγητες

Greek

Adjective

αδικαιολόγητες (adikaiológites)

  1. Nominative feminine plural form of αδικαιολόγητος (adikaiológitos).
  2. Accusative feminine plural form of αδικαιολόγητος (adikaiológitos).
  3. Vocative feminine plural form of αδικαιολόγητος (adikaiológitos).