Definify.com
Definition 2024
πιο
πιο
Greek
Adverb
πιο • (pio)
Usage notes
- Used to make comparative forms:
- with adjectives: το μέλι είναι πιο γλυκό ― to méli eínai pio glykó ― honey is sweeter
- with adverbs: Ο Ιωάννης τρέχει πιο γρήγορα ― O Ioánnis tréchei pio grígora ― Ianis runs faster
- Used to make relative superlative forms with adjectives:
- Ο Χάρι είναι ο πιο έξυπνος ο μαθητής. ― O Chári eínai o pio éxypnos o mathitís. ― Harry is the cleverest pupil.
- Η Ελένη της Τροίας ήταν η πιο όμορφη γυναίκα. ― I Eléni tis Troías ítan i pio ómorfi gynaíka. ― Helen of Troy was the most beautiful woman.
References
- ↑ Babiniotis, Georgios (2008) Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας [Modern Greek Dictionary], 3rd edition, Athens: Lexicology Centre