Definify.com

Definition 2024


αδικαιολόγητο

αδικαιολόγητο

Greek

Adjective

αδικαιολόγητο (adikaiológito)

  1. Accusative masculine singular form of αδικαιολόγητος (adikaiológitos).
  2. Nominative neuter singular form of αδικαιολόγητος (adikaiológitos).
  3. Accusative neuter singular form of αδικαιολόγητος (adikaiológitos).
  4. Vocative neuter singular form of αδικαιολόγητος (adikaiológitos).