Definify.com

Definition 2024


αδικαιολόγητου

αδικαιολόγητου

Greek

Adjective

αδικαιολόγητου (adikaiológitou)

  1. Genitive masculine singular form of αδικαιολόγητος (adikaiológitos).
  2. Genitive neuter singular form of αδικαιολόγητος (adikaiológitos).