Definify.com

Definition 2024


αδούλευτος

αδούλευτος

Greek

Adjective

αδούλευτος (adoúleftos) m (feminine αδούλευτη, neuter αδούλευτο)

  1. unpracticed, unworked, uncultivated, raw, rough
    Είναι αδούλευτο, θα χρειαστεί πολλή δουλειά. (It is rough, it will need a lot of work.)

Declension

Related terms

see: δουλειά f (douleiá, work)