Definify.com
Definition 2025
αεροπειρατεία
αεροπειρατεία
Greek
Noun
αεροπειρατεία • (aeropeirateía) f (plural αεροπειρατείες)
Declension
declension of αεροπειρατεία
| singular | plural | |
|---|---|---|
| nominative | αεροπειρατεία | αεροπειρατείες |
| genitive | αεροπειρατείας | αεροπειρατειών |
| accusative | αεροπειρατεία | αεροπειρατείες |
| vocative | αεροπειρατεία | αεροπειρατείες |
Related terms
- πειρατεία f (peirateía, “piracy”)
- αεροπειρατής m (aeropeiratís, “highjacker”)