Home
Search
Index
Definify.com
Definition
2024
αεροπειρατειών
αεροπειρατειών
Greek
Noun
αεροπειρατειών
•
(
aeropeirateión
)
f
Genitive
plural
form of
αεροπειρατεία
(
aeropeirateía
)
.
Similar Results