Definify.com
Definition 2024
αεροπλάνο
αεροπλάνο
See also: αερόπλανο
Greek
Alternative forms
- (colloquial) αερόπλανο n (aeróplano)
Noun
αεροπλάνο • (aeropláno) n (plural αεροπλάνα)
Declension
declension of αεροπλάνο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αεροπλάνο | αεροπλάνα |
genitive | αεροπλάνου | αεροπλάνων |
accusative | αεροπλάνο | αεροπλάνα |
vocative | αεροπλάνο | αεροπλάνα |
Synonyms
- αεροσκάφος n (aeroskáfos)
Related terms
- αεροπορικός (aeroporikós, “aeroplane, air”, adjective)
- αεροπλανάκι n (aeroplanáki, “aeroplane”, diminutive form)
- αεροδρόμιο n (aerodrómio, “airport, aerodrome”)
- and see: αερο- (aero-)
External links
- αεροπλάνο on the Greek Wikipedia.Wikipedia el