Definify.com
Definition 2024
αθέριστος
αθέριστος
Greek
Adjective
αθέριστος • (athéristos) m (feminine αθέριστη, neuter αθέριστο)
Declension
positive forms of αθέριστος
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αθέριστος | αθέριστη | αθέριστο | αθέριστοι | αθέριστες | αθέριστα |
genitive | αθέριστου | αθέριστης | αθέριστου | αθέριστων | αθέριστων | αθέριστων |
accusative | αθέριστο | αθέριστη | αθέριστο | αθέριστους | αθέριστες | αθέριστα |
vocative | αθέριστε | αθέριστη | αθέριστο | αθέριστοι | αθέριστες | αθέριστα |
Related terms
- θερίζω (therízo, “to reap”)