Definify.com
Definition 2024
αθηναϊκός
αθηναϊκός
See also: αθηναίκος
Greek
Alternative forms
- (colloquial) αθηναίκος (athinaíkos, “Athenian”)
Adjective
αθηναϊκός • (athinaïkós) m (feminine αθηναϊκή, neuter αθηναϊκό)
Declension
positive forms of αθηναϊκός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αθηναϊκός | αθηναϊκή | αθηναϊκό | αθηναϊκοί | αθηναϊκές | αθηναϊκά |
genitive | αθηναϊκού | αθηναϊκής | αθηναϊκού | αθηναϊκών | αθηναϊκών | αθηναϊκών |
accusative | αθηναϊκό | αθηναϊκή | αθηναϊκό | αθηναϊκούς | αθηναϊκές | αθηναϊκά |
vocative | αθηναϊκέ | αθηναϊκή | αθηναϊκό | αθηναϊκοί | αθηναϊκές | αθηναϊκά |
Related terms
- see: Αθήνα f (Athína, “Athens”)