Definify.com
Definition 2024
αιγοπρόβατα
αιγοπρόβατα
Greek
Noun
αιγοπρόβατα • (aigopróvata) n pl
Declension
αιγοπρόβατα
plural | |
---|---|
nominative | αιγοπρόβατα |
genitive | αιγοπροβάτων |
accusative | αιγοπρόβατα |
vocative | αιγοπρόβατα |
Synonyms
- γιδοπρόβατα n pl (gidopróvata)