Definify.com
Definition 2024
αιγυπτιολογία
αιγυπτιολογία
Greek
Noun
αιγυπτιολογία • (aigyptiología) f (uncountable)
Declension
Declension of αιγυπτιολογία (aigyptiología)
singular | |
---|---|
nominative | αιγυπτιολογία |
genitive | αιγυπτιολογίας |
accusative | αιγυπτιολογία |
vocative | αιγυπτιολογία |
Related terms
αιγυπτιολόγος m, f (aigyptiológos, “Egyptologist”)
- and see: Αίγυπτος f (Aígyptos, “Egypt”)