Definify.com
Definition 2024
αιδεσιμότατος
αιδεσιμότατος
Greek
Noun
αιδεσιμότατος • (aidesimótatos) m (plural αιδεσιμότατοι)
Declension
declension of αιδεσιμότατος
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αιδεσιμότατος | αιδεσιμότατοι |
genitive | αιδεσιμότατου / αιδεσιμοτάτου | αιδεσιμότατων / αιδεσιμοτάτων |
accusative | αιδεσιμότατο | αιδεσιμότατους / αιδεσιμοτάτους |
vocative | αιδεσιμότατε | αιδεσιμότατοι |
Related terms
- αιδέσιμος (aidésimos, “reverend”)