Home
Search
Index
Definify.com
Definition
2024
αιδεσιμότατους
αιδεσιμότατους
See also:
αιδεσιμοτάτους
Greek
Noun
αιδεσιμότατους
•
(
aidesimótatous
)
m
Accusative
plural
form of
αιδεσιμότατος
(
aidesimótatos
)
.
Similar Results