Definify.com
Definition 2024
αιδοιολειξία
αιδοιολειξία
Greek
Alternative forms
- αιδοιολειχία f (aidoioleichía)
Noun
αιδοιολειξία • (aidoioleixía) f (plural αιδοιολειξίες)
- cunnilingus (oral stimulation of the ****)
Declension
declension of αιδοιολειξία
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αιδοιολειξία | αιδοιολειξίες |
genitive | αιδοιολειξίας | αιδοιολειξιών |
accusative | αιδοιολειξία | αιδοιολειξίες |
vocative | αιδοιολειξία | αιδοιολειξίες |
Synonyms
- γλειφομούνι n (gleifomoúni, “pussy eating, muff diving”) (vulgar)
Coordinate terms
- πεολειξία f (peoleixía, “fellatio”)
External links
- αιδοιολειξία on the Greek Wikipedia.Wikipedia el