Definify.com
Definition 2024
αιλουροειδές
αιλουροειδές
Greek
Noun
αιλουροειδές • (ailouroeidés) n (plural αιλουροειδή)
Declension
declension of αιλουροειδές
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αιλουροειδές | αιλουροειδή |
genitive | αιλουροειδούς | αιλουροειδών |
accusative | αιλουροειδές | αιλουροειδή |
vocative | αιλουροειδές | αιλουροειδή |
Synonyms
- αίλουρος m (aílouros)
External links
- Αιλουροειδή on the Greek Wikipedia.Wikipedia el
Adjective
αιλουροειδές • (ailouroeidés)
- Nominative neuter singular form of αιλουροειδής (ailouroeidís).
- Accusative neuter singular form of αιλουροειδής (ailouroeidís).