Definify.com

Definition 2024


αινιγματικά

αινιγματικά

Greek

Adjective

αινιγματικά (ainigmatiká)

  1. Nominative neuter plural form of αινιγματικός (ainigmatikós).
  2. Accusative neuter plural form of αινιγματικός (ainigmatikós).
  3. Vocative neuter plural form of αινιγματικός (ainigmatikós).