Definify.com
Definition 2025
αινιγματικός
αινιγματικός
Greek
Adjective
αινιγματικός • (ainigmatikós) m (feminine αινιγματική, neuter αινιγματικό)
- enigmatic (pertaining to an enigma)
- enigmatic, mysterious, inscrutable
Declension
positive forms of αινιγματικός
| number case / gender |
singular | plural | ||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
| nominative | αινιγματικός | αινιγματική | αινιγματικό | αινιγματικοί | αινιγματικές | αινιγματικά |
| genitive | αινιγματικού | αινιγματικής | αινιγματικού | αινιγματικών | αινιγματικών | αινιγματικών |
| accusative | αινιγματικό | αινιγματική | αινιγματικό | αινιγματικούς | αινιγματικές | αινιγματικά |
| vocative | αινιγματικέ | αινιγματική | αινιγματικό | αινιγματικοί | αινιγματικές | αινιγματικά |
| derivations | comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αινιγματικός, etc.) relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αινιγματικός, etc.) |
|||||
degrees of comparison by suffixation
| comparative | singular | plural | ||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
| nominative | αινιγματικότερος | αινιγματικότερη | αινιγματικότερο | αινιγματικότεροι | αινιγματικότερες | αινιγματικότερα |
| genitive | αινιγματικότερου | αινιγματικότερης | αινιγματικότερου | αινιγματικότερων | αινιγματικότερων | αινιγματικότερων |
| accusative | αινιγματικότερο | αινιγματικότερη | αινιγματικότερο | αινιγματικότερους | αινιγματικότερες | αινιγματικότερα |
| vocative | αινιγματικότερε | αινιγματικότερη | αινιγματικότερο | αινιγματικότεροι | αινιγματικότερες | αινιγματικότερα |
| derivations | relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο αινιγματικότερος", etc) | |||||
| absolute superlative | singular | plural | ||||
| masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
| nominative | αινιγματικότατος | αινιγματικότατη | αινιγματικότατο | αινιγματικότατοι | αινιγματικότατες | αινιγματικότατα |
| genitive | αινιγματικότατου | αινιγματικότατης | αινιγματικότατου | αινιγματικότατων | αινιγματικότατων | αινιγματικότατων |
| accusative | αινιγματικότατο | αινιγματικότατη | αινιγματικότατο | αινιγματικότατους | αινιγματικότατες | αινιγματικότατα |
| vocative | αινιγματικότατε | αινιγματικότατη | αινιγματικότατο | αινιγματικότατοι | αινιγματικότατες | αινιγματικότατα |
Related terms
- see: αίνιγμα (aínigma, “enigma”)