Home
Search
Index
Definify.com
Definition
2024
αινιγματικότερος
αινιγματικότερος
Greek
Adjective
αινιγματικότερος
•
(
ainigmatikóteros
)
Nominative
masculine
singular
,
comparative
form of
αινιγματικός
(
ainigmatikós
)
.
Similar Results