Definify.com
Definition 2024
αίνιγμα
αίνιγμα
See also: αἴνιγμα
Greek
Noun
αίνιγμα • (aínigma) n (plural αινίγματα)
Declension
declension of αίνιγμα
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αίνιγμα | αινίγματα |
genitive | αινίγματος | αινιγμάτων |
accusative | αίνιγμα | αινίγματα |
vocative | αίνιγμα | αινίγματα |
Derived terms
- αινιγματικός (ainigmatikós, “enigmatic”)
- αινιγματικότητα f (ainigmatikótita, “obscurity”)
External links
- αίνιγμα on the Greek Wikipedia.Wikipedia el