Definify.com
Definition 2025
αινιγματικότητα
αινιγματικότητα
Greek
Noun
αινιγματικότητα • (ainigmatikótita) f (plural αινιγματικότητες)
Declension
declension of αινιγματικότητα
| singular | plural | |
|---|---|---|
| nominative | αινιγματικότητα | αινιγματικότητες |
| genitive | αινιγματικότητας | — |
| accusative | αινιγματικότητα | αινιγματικότητες |
| vocative | αινιγματικότητα | αινιγματικότητες |
Related terms
- see: αίνιγμα (aínigma, “enigma”)