Definify.com
Definition 2024
αισθητήριο_όργανο
αισθητήριο όργανο
Greek
Noun
αισθητήριο όργανο • (aisthitírio órgano) n (plural αισθητήρια όργανα)
Declension
- see: αισθητήριος (aisthitírios) and όργανο (órgano)
αισθητήριο όργανο • (aisthitírio órgano) n (plural αισθητήρια όργανα)