Definify.com
Definition 2025
αισθητήριος
αισθητήριος
Greek
Adjective
αισθητήριος • (aisthitírios) m (feminine αισθητήρια, neuter αισθητήριο)
Declension
positive forms of αισθητήριος
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αισθητήριος | αισθητήρια | αισθητήριο | αισθητήριοι | αισθητήριες | αισθητήρια |
genitive | αισθητήριου | αισθητήριας | αισθητήριου | αισθητήριων | αισθητήριων | αισθητήριων |
accusative | αισθητήριο | αισθητήρια | αισθητήριο | αισθητήριους | αισθητήριες | αισθητήρια |
vocative | αισθητήριε | αισθητήρια | αισθητήριο | αισθητήριοι | αισθητήριες | αισθητήρια |
Derived terms
- αισθητήριο όργανο n (aisthitírio órgano, “sense organ”)
Related terms
- see: αίσθηση f (aísthisi, “sense, sensation”)