Definify.com
Definition 2024
αισθητήριο
αισθητήριο
Greek
Noun
αισθητήριο • (aisthitírio) m (plural αισθητήρια)
Declension
declension of αισθητήριο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αισθητήριο | αισθητήρια |
genitive | αισθητηρίου | αισθητηρίων |
accusative | αισθητήριο | αισθητήρια |
vocative | αισθητήριο | αισθητήρια |
Synonyms
- αισθητήριο όργανο n (aisthitírio órgano)
Adjective
αισθητήριο • (aisthitírio)
- Accusative masculine singular form of αισθητήριος (aisthitírios).
- Nominative, accusative and vocative neuter singular form of αισθητήριος (aisthitírios).
Related terms
- see: αίσθηση f (aísthisi, “sense, sensation”)