Home
Search
Index
Definify.com
Definition
2024
αισθητηρίου
αισθητηρίου
See also:
αισθητήριου
Greek
Noun
αισθητηρίου
•
(
aisthitiríou
)
n
Genitive
singular
form of
αισθητήριο
(
aisthitírio
)
.
Similar Results