Definify.com
Definition 2024
αιφνιδιαστικά
αιφνιδιαστικά
Greek
Adverb
αιφνιδιαστικά • (aifnidiastiká)
- by surprise, unexpectedly
Related terms
- αιφνιδιαστικός (aifnidiastikós, “surprise”)
- αιφνιδιασμός m (aifnidiasmós, “surprise, surprise attack”)
- and see: αιφνίδιος (aifnídios, “suddenly”)