Definify.com

Definition 2024


αιφνιδιαστικός

αιφνιδιαστικός

Greek

Adjective

αιφνιδιαστικός (aifnidiastikós) m (feminine αιφνιδιαστική, neuter αιφνιδιαστικό)

  1. surprise, unexpected

Declension

Related terms