Definify.com
Definition 2024
αιφνιδιαστικός
αιφνιδιαστικός
Greek
Adjective
αιφνιδιαστικός • (aifnidiastikós) m (feminine αιφνιδιαστική, neuter αιφνιδιαστικό)
Declension
positive forms of αιφνιδιαστικός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αιφνιδιαστικός | αιφνιδιαστική | αιφνιδιαστικό | αιφνιδιαστικοί | αιφνιδιαστικές | αιφνιδιαστικά |
genitive | αιφνιδιαστικού | αιφνιδιαστικής | αιφνιδιαστικού | αιφνιδιαστικών | αιφνιδιαστικών | αιφνιδιαστικών |
accusative | αιφνιδιαστικό | αιφνιδιαστική | αιφνιδιαστικό | αιφνιδιαστικούς | αιφνιδιαστικές | αιφνιδιαστικά |
vocative | αιφνιδιαστικέ | αιφνιδιαστική | αιφνιδιαστικό | αιφνιδιαστικοί | αιφνιδιαστικές | αιφνιδιαστικά |
derivations | comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αιφνιδιαστικός, etc.) relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αιφνιδιαστικός, etc.) |
Related terms
- αιφνιδιαστικά (aifnidiastiká, “by surprise”)
- αιφνιδιασμός m (aifnidiasmós, “surprise, surprise attack”)
- and see: αιφνίδιος (aifnídios, “suddenly”)