Definify.com
Definition 2024
αιχμαλωτισμός
αιχμαλωτισμός
Greek
Noun
αιχμαλωτισμός • (aichmalotismós) m (plural αιχμαλωτισμοί)
Declension
declension of αιχμαλωτισμός
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αιχμαλωτισμός | αιχμαλωτισμοί |
genitive | αιχμαλωτισμού | αιχμαλωτισμών |
accusative | αιχμαλωτισμό | αιχμαλωτισμούς |
vocative | αιχμαλωτισμέ | αιχμαλωτισμοί |
Related terms
- see: αιχμαλωτίζω (aichmalotízo, “to capture”)