Definify.com
Definition 2025
αιχμαλωτίζω
αιχμαλωτίζω
Greek
Verb
αιχμαλωτίζω • (aichmalotízo) (simple past αιχμαλώτισα, passive form αιχμαλωτίζομαι)
- capture, take prisoner
- (figuratively) captivate, fascinate
- Η μουσική αυτή αιχμαλωτίζει τον ακροατή. ― I mousikí aftí aichmalotízei ton akroatí. ― This music captivates the listener.
Conjugation
αιχμαλωτίζω
Present → | Imperfect → | Continuous future → | Continuous subjunctive → | Imperative → | |
1s | αιχμαλωτίζω | αιχμαλώτιζα | θα αιχμαλωτίζω | να αιχμαλωτίζω | |
2s | αιχμαλωτίζεις | αιχμαλώτιζες | θα αιχμαλωτίζεις | να αιχμαλωτίζεις | αιχμαλώτιζε |
3s | αιχμαλωτίζει | αιχμαλώτιζε | θα αιχμαλωτίζει | να αιχμαλωτίζει | |
1p | αιχμαλωτίζουμε, αιχμαλωτίζομε | αιχμαλωτίζαμε | θα αιχμαλωτίζουμε, αιχμαλωτίζομε | να αιχμαλωτίζουμε, αιχμαλωτίζομε | |
2p | αιχμαλωτίζετε | αιχμαλωτίζατε | θα αιχμαλωτίζετε | να αιχμαλωτίζετε | αιχμαλωτίζετε |
3p | αιχμαλωτίζουν, αιχμαλωτίζουνε | αιχμαλώτιζαν, αιχμαλωτίζαν, αιχμαλωτίζανε | θα αιχμαλωτίζουν, αιχμαλωτίζουνε | να αιχμαλωτίζουν, αιχμαλωτίζουνε | |
Dependent † | Simple past → | Simple future → | Simple subjunctive → | Imperative → | |
1s | αιχμαλωτίσω | αιχμαλώτισα | θα αιχμαλωτίσω | να αιχμαλωτίσω | |
2s | αιχμαλωτίσεις | αιχμαλώτισες | θα αιχμαλωτίσεις | να αιχμαλωτίσεις | αιχμαλώτισε |
3s | αιχμαλωτίσει | αιχμαλώτισε | θα αιχμαλωτίσει | να αιχμαλωτίσει | |
1p | αιχμαλωτίσουμε, αιχμαλωτίσομε | αιχμαλωτίσαμε | θα αιχμαλωτίσουμε, αιχμαλωτίσομε | να αιχμαλωτίσουμε, αιχμαλωτίσομε | |
2p | αιχμαλωτίσετε | αιχμαλωτίσατε | θα αιχμαλωτίσετε | να αιχμαλωτίσετε | αιχμαλωτίστε |
3p | αιχμαλωτίσουν, αιχμαλωτίσουνε | αιχμαλώτισαν, αιχμαλωτίσαν, αιχμαλωτίσανε | θα αιχμαλωτίσουν, αιχμαλωτίσουνε | να αιχμαλωτίσουν, αιχμαλωτίσουνε | |
Perfect → | Pluperfect → | Future perfect → | Subjunctive → | ||
1s | έχω αιχμαλωτίσει | είχα αιχμαλωτίσει | θα έχω αιχμαλωτίσει | να έχω αιχμαλωτίσει | |
2s | έχεις αιχμαλωτίσει | είχες αιχμαλωτίσει | θα έχεις αιχμαλωτίσει | να έχεις αιχμαλωτίσει | |
3s | έχει αιχμαλωτίσει | είχε αιχμαλωτίσει | θα έχει αιχμαλωτίσει | να έχει αιχμαλωτίσει | |
1p | έχουμε αιχμαλωτίσει | είχαμε αιχμαλωτίσει | θα έχουμε αιχμαλωτίσει | να έχουμε αιχμαλωτίσει | |
2p | έχετε αιχμαλωτίσει | είχατε αιχμαλωτίσει | θα έχετε αιχμαλωτίσει | να έχετε αιχμαλωτίσει | |
3p | έχουν αιχμαλωτίσει | είχαν αιχμαλωτίσει | θα έχουν αιχμαλωτίσει | να έχουν αιχμαλωτίσει | |
Participle: | αιχμαλωτίζοντας | Non-finite ‡ | αιχμαλωτίσει | 33, 1a | |
This table is templatised, some forms shown may be rare or non-existant. Multiple forms are usually shown in order of reducing frequency. † The dependent is not used alone, it is used to form future simple, perfective subjunctive and other forms. ‡ The non-finite or aorist infinitive form is the same as the 3rd person singular dependent form, used with the auxiliary verb έχω (écho) it produces perfect tense forms. |
|||||
Related terms
- αιχμαλωσία f (aichmalosía, “captivity”)
- αιχμαλωτισμός m (aichmalotismós, “capture”)
- αιχμάλωτος (aichmálotos, “captured, enslaved”)
Synonyms
- (captivate): σαγηνεύω (saginévo)