Definify.com
Definition 2024
αιωνιότητα
αιωνιότητα
Greek
Noun
αιωνιότητα • (aioniótita) f (uncountable)
- eternity
- από εδώ ως την αιωνιότητα ― apó edó os tin aioniótita ― from here to eternity
Declension
Declension of αιωνιότητα (aioniótita)
singular | |
---|---|
nominative | αιωνιότητα |
genitive | αιωνιότητας |
accusative | αιωνιότητα |
vocative | αιωνιότητα |
Related terms
- see: αιώνας m (aiónas, “century, eon, eternity”)