Definify.com
Definition 2024
ακάλυπτος
ακάλυπτος
Greek
Adjective
ακάλυπτος • (akályptos) m (feminine ακάλυπτη, neuter ακάλυπτο)
- uncovered, exposed
- unsecured, unprotected, exposed
- without vaccination etc
- without covering fire
Declension
positive forms of ακάλυπτος
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ακάλυπτος | ακάλυπτη | ακάλυπτο | ακάλυπτοι | ακάλυπτες | ακάλυπτα |
genitive | ακάλυπτου | ακάλυπτης | ακάλυπτου | ακάλυπτων | ακάλυπτων | ακάλυπτων |
accusative | ακάλυπτο | ακάλυπτη | ακάλυπτο | ακάλυπτους | ακάλυπτες | ακάλυπτα |
vocative | ακάλυπτε | ακάλυπτη | ακάλυπτο | ακάλυπτοι | ακάλυπτες | ακάλυπτα |
Related terms
- ακάλυπτη επιταγή f (akálypti epitagí, “bad cheque”)
- ακάλυπτος χώρος m (akályptos chóros, “inner courtyard”)
Antonyms
- καλυμμένος (kalymménos)