Definify.com
Definition 2024
ακανόνιστος
ακανόνιστος
Greek
Adjective
ακανόνιστος • (akanónistos) m (feminine ακανόνιστη, neuter ακανόνιστο)
- irregular
- ακανόνιστοι παλμοί καρδιάς ― akanónistoi palmoí kardiás ― irregular heart beats
- asymmetric
- ακανόνιστα χαρακτηριστικά ― akanónista charaktiristiká ― asymmetric features
- unsettled, not cleared up
Declension
positive forms of ακανόνιστος
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ακανόνιστος | ακανόνιστη | ακανόνιστο | ακανόνιστοι | ακανόνιστες | ακανόνιστα |
genitive | ακανόνιστου | ακανόνιστης | ακανόνιστου | ακανόνιστων | ακανόνιστων | ακανόνιστων |
accusative | ακανόνιστο | ακανόνιστη | ακανόνιστο | ακανόνιστους | ακανόνιστες | ακανόνιστα |
vocative | ακανόνιστε | ακανόνιστη | ακανόνιστο | ακανόνιστοι | ακανόνιστες | ακανόνιστα |
Synonyms
- αντικανονικός m (antikanonikós)