Definify.com

Definition 2024


ακανόνιστος

ακανόνιστος

Greek

Adjective

ακανόνιστος (akanónistos) m (feminine ακανόνιστη, neuter ακανόνιστο)

  1. irregular
    ακανόνιστοι παλμοί καρδιάςakanónistoi palmoí kardiás ― irregular heart beats
  2. asymmetric
    ακανόνιστα χαρακτηριστικάakanónista charaktiristiká ― asymmetric features
  3. unsettled, not cleared up

Declension

Synonyms

  • αντικανονικός m (antikanonikós)