Definify.com
Definition 2025
ακατάφερτος
ακατάφερτος
Greek
Adjective
ακατάφερτος • (akatáfertos) m (feminine ακατάφερτη, neuter ακατάφερτο)
- not feasible, unfeasible, unachievable
Declension
positive forms of ακατάφερτος
| number case / gender |
singular | plural | ||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
| nominative | ακατάφερτος | ακατάφερτη | ακατάφερτο | ακατάφερτοι | ακατάφερτες | ακατάφερτα |
| genitive | ακατάφερτου | ακατάφερτης | ακατάφερτου | ακατάφερτων | ακατάφερτων | ακατάφερτων |
| accusative | ακατάφερτο | ακατάφερτη | ακατάφερτο | ακατάφερτους | ακατάφερτες | ακατάφερτα |
| vocative | ακατάφερτε | ακατάφερτη | ακατάφερτο | ακατάφερτοι | ακατάφερτες | ακατάφερτα |
Synonyms
- ακατόρθωτος (akatórthotos)